- στρωματικός
- -ή, -ό, Νφρ. «στρωματική γραμματική»γλωσσ. γλωσσική θεωρία και μέθοδος σύμφωνα με την οποία η σχέση μεταξύ μορφής και σημασίας είναι τόσο πολύπλοκη ώστε η πλήρης περιγραφή της μπορεί να καταστεί δυνατή μόνον με την ανάλυση τών προτάσεων τής γλώσσας σε επιμέρους επίπεδα τα οποία καλούνται στρώματα και τα οποία είναι κατά βάση τέσσερα, το σημηματικό, το λεξηματικό, το μορφηματικό και το φωνηματικό.
Dictionary of Greek. 2013.